νησιωτική

νησιωτική
νησιωτικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νησιωτική οικολογία — Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πέτρος και Μικελόν — Νησιωτική κτήση (242 τ. χλμ., 6.928 κάτ. το 2001) της Γαλλίας στον Ατλαντικό ωκεανό. Πρωτεύουσα της κτήσης είναι η πόλη του Αγίου Πέτρου.Νησιωτική κτήση (242 τ. χλμ., 6.928 κάτ. το 2001) της Γαλλίας στον Ατλαντικό ωκεανό. Πρωτεύουσα της κτήσης… …   Dictionary of Greek

  • Αλντάμπρα — Νησιωτική ομάδα του Ινδικού ωκεανού, ΒΔ της Μαδαγασκάρης· υπάγεται στην αποικία του Βρετανικού Εδάφους του Ινδικού Ωκεανού. Αποτελείται από τέσσερα κοραλλιογενή νησιά (ατόλες), πολύ κοντά στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Σεϋχελλών. Στα νερά των νησιών …   Dictionary of Greek

  • Οθωνοί — Νησιωτική συστάδα (19 τ. χλμ., 575 κάτ.) στο Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται ΒΔ της Κέρκυρας, της οποίας εμφανίζεται σαν προέκταση. Αποτελείται από τα μικρά νησιά Διάπλο, Μαθράκι, Οθωνοί και Ερρεικούσσα. Η συστάδα αποτελείται από τρεις κοινότητες… …   Dictionary of Greek

  • Υπήνεμα νησιά — Νησιωτική συστάδα του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, η πιο δυτική του αρχιπελάγους Ιλ ντε λα Σοσιετέ. Βλ. λ. Αντίλλες …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • νησιωτικός — ή, ό και νησιώτικος, η, ο (Α νησιωτικός, ή, όν) [νησιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί») 2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”